- αὐλήτης
- αὐλήτηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὑλητής — αὐλητής , αὐλητής flute player masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητής — flute player masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλητής — ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [ ίδος], η) [αυλός] 1. αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό 2. «αὐλητὴς ὑπονόμων» υγειονομικός μηχανικός … Dictionary of Greek
αυλητής — ο θηλ. ήτρια και ητρίδα αυτός που παίζει αυλό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐλητέων — αὐλήτης masc gen pl (epic ionic) αὐλητής flute player masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητῶν — αὐλήτης masc gen pl αὐλητής flute player masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τελένικος — Αυλητής από τη Σέριφο, πάμφτωχος. Ο κωμικός Κρατίνος τον ειρωνεύεται για το άτεχνο των αυλημάτων του. Από αυτόν προέρχεται η παροιμιώδης έκφραση τελενίκειος ηχώ, δηλαδή ήχος άδειων αγγείων … Dictionary of Greek
αὐληταῖν — αὐλητής flute player masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐληταῖς — αὐλητής flute player masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐληταί — αὐλητής flute player masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)